στεγανῶν

στεγανῶν
στεγάνη
a covering
fem gen pl
στεγανός
covering so as to keep out water
fem gen pl
στεγανός
covering so as to keep out water
masc/neut gen pl
στεγανόω
to be covered over
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
στεγανόω
to be covered over
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
στεγανόω
to be covered over
pres part act masc nom sg
στεγανόω
to be covered over
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • στεγανοποίηση — η, Ν [στεγανοποιώ] 1. το να καθίσταται στεγανό κάτι 2. μτφ. δημιουργία στεγανών, πλήρως απομονωμένων τμημάτων ή ομάδων σε υπηρεσίες ή οργανισμούς, ώστε να μη διαρρέει καμία πληροφορία προς τα έξω και να μη γνωρίζει τίποτε γι αυτά η κοινή γνώμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”